πελαγοδρομώ

πελαγοδρομώ
πελαγοδρομῶ, -έω, ΝΑ [πελαγοδρόμος]
πλέω στο πέλαγος, διαπλέω ανοιχτή θάλασσα, θαλασσοπορώ, ποντοπορώ
νεοελλ.
μτφ. χάνω τον ειρμό τών σκέψεων και ενεργειών μου, παραπαίω, ξεφεύγω από το θέμα μου, κάνω απέραντες παρεκβάσεις, απεραντολογώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πελαγοδρομώ — πελαγοδρομώ, πελαγοδρόμησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μιλιοδρομώ — μιλιοδρομῶ, έω (Α) (για ιππέα) διατρέχω στον ιππόδρομο απόσταση ίση με ένα μίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίλιον + δρομῶ (< δρόμος), πρβλ. πελαγοδρομώ] …   Dictionary of Greek

  • πελαγίζω — ΝΜΑ [πέλαγος] πλέω στο ανοιχτό πέλαγος, διαπλέω το πέλαγος, πελαγοδρομώ («οἷον καὶ ἐν τριήρει, ἔφη, ὅταν πελαγίζωσι», Ξεν.) μσν. αρχ. (για ποταμό) κατακλύζω, πλημμυρίζω αρχ. 1. (για ποταμό που ξεχείλισε) είμαι ή εκτείνομαι σαν πέλαγος, σαν λίμνη …   Dictionary of Greek

  • πελαγοδρόμημα — το [πελαγοδρομώ] 1. πελαγοδρομία, ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος 2. μτφ. το να παραπαίει κάποιος, να απεραντολογεί, να βρίσκεται σε σύγχυση …   Dictionary of Greek

  • πελαγοδρόμηση — η [πελαγοδρομώ] 1. πελαγοδρομία, ναυσιπλοΐα στο ανοιχτό πέλαγος 2. μτφ. απεραντολογία, σύγχυση …   Dictionary of Greek

  • πελαγώνω — πελαγῶ, όω, ΝΜΑ [πέλαγος] νεοελλ. 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ 2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα 3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω 4. μτφ. (για εμπορικές… …   Dictionary of Greek

  • πελαγώνω — πελάγωσα, πελαγωμένος 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ. 2. απορώ τι να κάνω, τα χάνω, βρίσκομαι σε αμηχανία, συναντώ δυσκολίες: Πελαγώσαμε μόλις ακούσαμε τα θέματα των εξετάσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”